συζοφώ

συζοφώ
-όω, ΜΑ
καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό
αρχ.
(κυρίως το παθ.) συζοφοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι με σκοτάδι, γίνομαι εντελώς σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ζοφῶ «κάνω κάτι σκοτεινό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”